- πρόμοιρος
- πρόμοιροςbefore the destined termmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόμοιρος — ον, θηλ. και πρόμοιρις, οίριος, Α 1. ο πριν από τον καθορισμένο από τη μοίρα χρόνο θάνατος, ο πρόωρος θάνατος 2. (για πρόσωπο) α) αυτός που πέθανε πρόωρα β) ο καταδικασμένος σε πρόωρο θάνατο. επίρρ... προμοίρως με πρόωρο θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ … Dictionary of Greek
πρόμοιρον — πρόμοιρος before the destined term masc/fem acc sg πρόμοιρος before the destined term neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμοίροις — πρόμοιρος before the destined term masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμοίρῳ — πρόμοιρος before the destined term masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόμοιρε — πρόμοιρος before the destined term masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόμοιροι — πρόμοιρος before the destined term masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
πρόμοιρις — οίριος, ἡ, Α βλ. πρόμοιρος … Dictionary of Greek
πρόμορος — ον, Α ο πρόμοιρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μόρος (< μείρομαι), πρβλ. έμ μορος] … Dictionary of Greek